- πλαισίωμα
- το, -ατοςτο περιτριγύρισμα με πλαίσιο, κορνίζωμα, πλαισίωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλαισίωμα — το, Ν [πλαισιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαισιώνω, η πλαισίωση 2. αυτό με το οποίο πλαισιώνεται κάτι, το πλαίσιο … Dictionary of Greek
πλαισίωση — η περιβολή με πλαίσιο, πλαισίωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υαλοστάσιο — το 1. το πλαισίωμα και οι υαλοπίνακες που είναι προσαρμοσμένοι σ αυτό: Αλουμινένιο υαλοστάσιο μπαλκονόπορτας. 2. διάφραγμα ή τοίχος με τέτοια πλαίσια, τζαμαρία, τζαμιλίκι, τζαμωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)